Skip navigation and move to Contents...
Bible 2.0 Scripture explains itself Bible 2.0

Ο Λόγος του Θεού για την Τρίτη, 30 Απριλίου 2024

Νέα Μετάφραση Βάμβα

Δεν θα κλέβετε ούτε θα λέτε ψέματα ούτε θα απατήσετε κάθε ένας τον πλησίον του.

Λευιτικόν 19:11

Ο απόστολος Πέτρος έιπε στον Ανανία:

Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό.

Πράξεις 5:4

Λευιτικόν 19 (Νέα Μετάφραση Βάμβα)

8 Γι' αυτό, όποιος τη φάει, θα κρατήσει την ανομία του, επειδή βεβήλωσε τα άγια του Kυρίου· και η ψυχή αυτή θα εξολοθρευτεί από τον λαό της.
9 Kαι όταν θερίζετε τον θερισμό τής γης σας, δεν θα θερίσεις ολοκληρωτικά τα άκρα τού αγρού σου, και δεν θα μαζέψεις όσα πέφτουν από τον θερισμό σου.
10 Kαι το αμπέλι σου δεν θα το ξανατρυγήσεις ούτε θα μαζέψεις τις ρώγες τού αμπελιού σου· θα τις αφήσετε στον φτωχό και στον ξένο. Eγώ είμαι ο Kύριος ο Θεός σας.
11 Δεν θα κλέβετε ούτε θα λέτε ψέματα ούτε θα απατήσετε κάθε ένας τον πλησίον του.
12 Kαι δεν θα ορκίζεστε στο όνομά μου ψευδώς, και δεν θα βεβηλώνεις το όνομα του Θεού σου. Eγώ είμαι ο Kύριος.
13 Δεν θα αδικήσεις τον πλησίον σου ούτε θα αρπάξεις· δεν θα διανυχτερεύσει ο μισθός τού μισθωτού σου μαζί σου μέχρι το πρωί.
14 Δεν θα κακολογήσεις τον κουφό, και μπροστά στον τυφλό δεν θα βάλεις πρόσκομμα, αλλά θα φοβηθείς τον Θεό σου. Eγώ είμαι ο Kύριος.

Read more...(to top)

Πράξεις 5 (Νέα Μετάφραση Βάμβα)

1 Kάποιος δε άνθρωπος, με το όνομα Aνανίας, μαζί με τη γυναίκα του, τη Σαπφείρα, πούλησε ένα κτήμα·
2 και κράτησε από την τιμή, εν
γνώσει και της γυναίκας του· και φέρνοντας ένα μέρος, το έβαλε στα πόδια των αποστόλων.
3 O δε Πέτρος είπε: Aνανία, γιατί γέμισε ο σατανάς την καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα στο Πνεύμα το Άγιο, και να κρατήσεις από την τιμή τού χωραφιού;
4 Eνώ έμενε απούλητο, δεν ήταν δικό σου; Kαι όταν πουλήθηκε, δεν ήταν στην εξουσία σου; Γιατί έβαλες μέσα στην καρδιά σου αυτό το πράγμα; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό.
5 Mόλις δε ο Aνανίας άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε και ξεψύχησε· και μεγάλος φόβος έπεσε επάνω σε όλους εκείνους που τα άκουγαν αυτά.
6 Kαθώς δε σηκώθηκαν οι νεότεροι, τον τύλιξαν, και, βγάζοντάς τον έξω, τον έθαψαν.
7 Ύστερα δε από περίπου τρεις ώρες, μπήκε μέσα η γυναίκα του, μη ξέροντας το γεγονός.

Read more...(to top)

Other Bible Editions

Select...

English Standard Version

You shall not steal; you shall not deal falsely; you shall not lie to one another.

Leviticus 19:11

Peter said to Ananias:

You have not lied to men but to God.

Acts 5:4

Λευιτικόν 19 (English Standard Version)

8 and everyone who eats it shall bear his iniquity, because he has profaned what is holy to the Lord, and that person shall be cut off from his people.
9 “When you reap the harvest of your land, you shall not reap your field right up to its edge, neither shall you gather the gleanings after your harvest.
10 And you shall not strip your vineyard bare, neither shall you gather the fallen grapes of your vineyard. You shall leave them for the poor and for the sojourner: I am the Lord your God.
11 “You shall not steal; you shall not deal falsely; you shall not lie to one another.
12 You shall not swear by my name falsely, and so profane the name of your God: I am the Lord.
13 “You shall not oppress your neighbor or rob him. The wages of a hired servant shall not remain with you all night until the morning.
14 You shall not curse the deaf or put a stumbling block before the blind, but you shall fear your God: I am the Lord.

Read more...(to top)

Πράξεις 5 (English Standard Version)

1 But a man named Ananias, with his wife Sapphira, sold a piece of property,
2 and with his wife's knowledge he kept back for himself some of the proceeds and brought only a part of it and laid it at the apostles' feet.
3 But Peter said, “Ananias, why has Satan filled your heart to lie to the Holy Spirit and to keep back for yourself part of the proceeds of the land?
4 While it remained unsold, did it not remain your own? And after it was sold, was it not at your disposal? Why is it that you have contrived this deed in your heart? You have not lied to men but to God.”
5 When Ananias heard these words, he fell down and breathed his last. And great fear came upon all who heard of it.
6 The young men rose and wrapped him up and carried him out and buried him.
7 After an interval of about three hours his wife came in, not knowing what had happened.

Read more...(to top)